θυμέλαιο

θυμέλαιο
το
(βιοχ.) αιθέριο έλαιο με ευχάριστη οσμή που λαμβάνεται με απόσταξη από τους ανθισμένους βλαστούς τού φυτού θύμος και χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και φαρμακευτική, θυμαρόλαδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thymol < thym- (πρβλ. θύμον) + -ol (πρβλ. έλαιο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θυμάρι — (Τhymus). Γένος φρυγανικών αρωματικών φυτών της οικογένειας των χειλανθών. Είναι γνωστό με την επιστημονική ονομασία θύμος ο κεφαλωτός. Το θ. είναι χαρακτηριστικό της εύκρατης και κυρίως της μεσογειακής ζώνης. Περιλαμβάνει περίπου 120 είδη, 24… …   Dictionary of Greek

  • θυμόλη — Μονοφαινόλη χημικού τύπου C6H3 (C3H7) (OH) CH3 1,2, 4 που περιέχεται στο αιθέριο έλαιο του θύμου αδένα. Είναι άχρωμο κρυσταλλικό σώμα, με χαρακτηριστική οσμή και καυστική γεύση, δυσδιάλυτο στο νερό και ευδιάλυτο στους οργανικούς διαλύτες. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • καρβακρόλη — Φαινόλη, ισομερής προς τη θυμόλη, του τύπου C10H13OH. Αποτελεί το κύριο συστατικό ορισμένων αιθέριων ελαίων, όπως το θυμέλαιο, το ριγανέλαιο κ.ά. Είναι άχρωμο, παχύρρευστο υγρό, με σημείο τήξης 0,5°C και σημείο βρασμού περίπου 240°C. Σχηματίζεται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”